- αναποδοφωτιά
- ηη φωτιά που ανάβει κανείς με πυρίτη έχοντας τα χέρια στραμμένα προς τα πίσω, και η οποία χρησιμοποιείται για τη θεραπεία τής βασκανίας ή για εκδίωξη των βρικολάκων.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ανάποδος — η, ο 1. αυτός που είναι τοποθετημένος με την κορυφή κάτω και τη βάση επάνω, ανεστραμμένος, αντεστραμμένος 2. αυτός που συμβαίνει αντίθετα από την επιθυμία κάποιου, αντίθετος, αντίξοος, δυσμενής 3. ο μη πρόσφορος για χρήση, μη άνετος, άβολος 4.… … Dictionary of Greek
αναποδοσαράντισμα — το στάχτη από ίσκα που τήν άναψε κάποιος σαράντα φορές με πυρίτη, έχοντας τα χέρια στραμμένα πίσω στην πλάτη χρησιμοποιείται από τους κομπογιανίτες ως φάρμακο για διάφορες ασθένειες (πρβλ. αναποδοφωτιά) … Dictionary of Greek